- ἀειγεννητής
- ἀει-γεννητής, οῦ, ὁ,A perpetual producer, epith. of Apollo ([etym.] τῷ τὸν αὐτὸν ἀεὶ γίγνεσθαι καὶ ἀεὶ γεννᾶν), Macr.Sat.1.17.35.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αειγεννητής — ἀειγεννητής, ο (Α) (ως επίθ. τού Απόλλωνος) αυτός που συνεχώς γεννά, παράγει, δημιουργεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + γεννητής < γεννῶ] … Dictionary of Greek
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek
αειγονεύς — ἀειγονεύς ( έως), ο (Μ) ο αειγεννητής* … Dictionary of Greek